- ἐκδραμεῖν
- ἐκτρέχωrun outaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκδρομή — ἡ, Μ παρέκβαση λόγου, παρέκκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδρομή «παρέκβαση λόγου» (< ἐκδραμεῖν, απρμφ. αορ. τού ἐκτρέχω)] … Dictionary of Greek